αλληλοκατηγορούμαι

αλληλοκατηγορούμαι
(ε) обвинять друг друга

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλληλοκατηγορούμαι" в других словарях:

  • αλληλοκατηγορούμαι — ( έομαι) κατηγορούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν κατηγορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + κατηγορώ ( ούμαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοκατηγορία] …   Dictionary of Greek

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοκατηγορία — η [αλληλοκατηγορούμαι] αμοιβαία κατηγορία, αμοιβαίος διασυρμός …   Dictionary of Greek

  • λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»